- παλινδρομικός
- παλινδρομικός, -ή, -ό και παλίνδρομος, -η, -οαυτός που κινείται μπρος πίσω: Η κίνηση του εμβόλου είναι παλινδρομική.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παλινδρομικός — ή, ό (Α παλινδρομικός, ή, όν) [παλίνδρομος] νεοελλ. 1. αυτός που γίνεται εναλλάξ προς δύο αντίθετες κατευθύνσεις 2. φρ. «παλινδρομική κίνηση» (φυσ. τεχνολ.) ευθύγραμμη κίνηση ενός υλικού σημείου ή σώματος που γίνεται και επαναλαμβάνεται διαδοχικά … Dictionary of Greek
παλινδρομικήν — παλινδρομικός recurring fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αεροπλάνο — Αεροσκάφος βαρύτερο από τον αέρα, που διατηρείται σε πτήση χάρη στην αεροδυναμική δράση που ασκείται πάνω στις πτέρυγές του, εξαιτίας της ταχύτητας που τού προσδίδει το σύστημα προώθησης. Υπάρχουν πολλοί τύποι επιβατικών, μεταφορικών και… … Dictionary of Greek
συμπίεση — Δράση που έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση του όγκου ενός σώματος, όπως π.χ. ενός όγκου αέριου, ενός στερεού, ενός υγρού, ή ενός πλάσματος, με κατάλληλες μηχανικές ή ηλεκτρομαγνητικές διατάξεις. Η δράση αυτή προκαλεί μια προσέγγιση των μορίων από τα… … Dictionary of Greek
αμφίδρομος — η, ο αυτός που έχει διπλή κατεύθυνση, αυτός που κινείται σε δύο κατευθύνσεις, ο παλινδρομικός: Αμφίδρομη κίνηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)